Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐς τὴν μεσόγαιαν

См. также в других словарях:

  • APENNINUS — mons, cuius nominis origo plane incerta est; siquidem nemo eam unquam aperuit, nisi quae per summum delirantis cerebri nugamentum de eo adnotaverunt Grammatici, in quibus Isidor. Origin l. 14. c. 8. ita tradit: Apenninus mons adpellatus quasi… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κομίζω — (AM κομίζω) φέρω, μεταφέρω, κουβαλώ («σφέα ἐκόμισάν τε καὶ ἱδρύσαντο τῆς σφετέρης χώρης ἐς τὴν μεσόγαιαν», Ηρόδ.) αρχ. 1. περιποιούμαι κάποιον («οὐδέ νυ τόν γε [παῑδα] γηράσκοντα κομίζω», Ομ. Ιλ.) 2. φιλοξενώ («κομίζεται αὐτῆν εἰς τὴν οἰκίαν»,… …   Dictionary of Greek

  • οίκηση — η (ΑΜ οἴκησις) [οικώ] 1. η χρησιμοποίηση στεγασμένου χώρου για διαμονή, το να κατοικεί κανείς, η κατοίκηση 2. ο τόπος όπου κατοικεί κάποιος, κατοικία, οίκημα, σπίτι («κενὴν οἴκησιν ἀνθρώπων δίχα», Σοφ.) νεοελλ. 1. (νομ.) προσωπική δουλεία υπέρ… …   Dictionary of Greek

  • υπέρ — ὑπέρ, ΝΜΑ, και επικ. τ. ὑπείρ και λεσβιακός τ. ἴπερ και παμφυλιακός τ. ὐπάρ και αρκαδ. τ. ὁπέρ και βοιωτ. τ. οὗπερ, Α (δισύλλαβη πρόθεση που συντάσσεται με γεν., αιτ. και δοτ.) ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (με γεν.) δηλώνει: 1. (σχετικά με πρόσ. και πράγμ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»